- δολοφραδής
- δολοφρᾰδής1 with treacherous thoughts
πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος N. 8.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δολοφραδής — δολοφραδής, ές (Α) ο έμπειρος στους δόλους, αυτός που σκέπτεται δόλια … Dictionary of Greek
δολοφραδής — wily minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοφραδές — δολοφραδής wily minded masc/fem voc sg δολοφραδής wily minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοφραδέας — δολοφραδής wily minded masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)